φρασεολογία

φρασεολογία
και φρασιολογία, η, Ν
ο τρόπος σύνθεσης τών φράσεων τού λόγου, η επιλογή και ο συνδυασμός τών λέξεων, εκφραστικός τρόπος («προσεγμένη [ή άσεμνη ή απαράδεκτη] φρασεολογία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράσις, -εως + συνδ. φωνήεν -ο- + -λογία*. Ο τ. φρασεολογία μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή, ενώ ο τ. φρασιολογία από το 1866 στον Ιωάννη Πανταζίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φρασεολογία — η 1. ο τρόπος πλοκής των προτάσεων, ο τρόπος της σύνθεσης των φράσεων, εκφραστικός τρόπος: Σεμνή φρασεολογία. 2. συλλογή φράσεων για διδασκαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρασεολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρασεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρασεολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Χρυσοβέργη] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αρρητολογία — ἀρρητολογία, η (Α) η αισχρότατη φρασεολογία …   Dictionary of Greek

  • γελοιολογία — γελοιολογία, η (Α) φρασεολογία που προκαλεί γέλια …   Dictionary of Greek

  • καινολογία — καινολογία, ἡ (Α) [καινολόγος] καινούργιος λεκτικός τρόπος, ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη φρασεολογία …   Dictionary of Greek

  • καινολόγος — καινολόγος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογία («καινολόγος ποιητής», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο λόγος, ψευδο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • μεσονύκτιο — και μεσονύχτι, το (ΑM μεσονύκτιον και μεσανύκτιον, Μ και μεσονύχτιον) το μέσο τής νύχτας, η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (ειδικά στην αλληγορική φρασεολογία τών τεκτόνων) το τέρμα τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”